- λαχανοπώλιον
- λᾰχᾰνοπώλ-ιον, τό,A vegetable-market, Sch.Ar.Lys. 556, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαχανοπώλιον — λαχανοπώλιον, τὸ (Α) βλ. λαχανοπωλείο … Dictionary of Greek
λαχανοπωλίοις — λαχανοπώλιον vegetable market neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανοπωλείο — το (AM λαχανοπωλεῑον Α και λαχανοπώλιον) [λαχανοπώλης] κατάστημα όπου πωλούνται λαχανικά, μανάβικο … Dictionary of Greek